Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναιδείη — ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοπάζω — (Α) διώκω, καταδιώκω («αἰδῶ δὲ τ ἀναιδείη κατοπάζῃ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀπάζω «ακολουθώ, συνοδεύω»] … Dictionary of Greek